εξήψα
Смотреть что такое "εξήψα" в других словарях:
εξάπτω — εξήψα, εξάφτηκα, μτβ. 1. διεγείρω, ερεθίζω, ανάβω: Ο Λόγος του εξάπτει τα πολιτικά πάθη. 2. το μέσ., εξάπτομαι οργίζομαι απότομα, ανάβω: Μην εξάπτεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάπτω — εξάπτω, (εξήψα) βλ. πίν. 213 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής